ερπετοειδής

ερπετοειδής
ης, ες похожий на пресмыкающееся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ερπετοειδής" в других словарях:

  • ερπετοειδής — ές αυτός που μοιάζει με ερπετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • ερπετόμορφος — η, ο (Α ἑρπετόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή ερπετού, ο ερπετοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + μορφος (< μορφή)]· …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»